- αγλαόμητις
- ἀγλαόμητις (-υος), ο, η (Α)αυτός που έχει μεγάλη σοφία, συνετός, σοφός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + μῆτις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… … Dictionary of Greek